- πονηροτέρα
- πονηροτέρᾱ , πονηρόςoppressed by toilsfem nom/voc/acc comp dualπονηροτέρᾱ , πονηρόςoppressed by toilsfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονηροτέρᾳ — πονηροτέρᾱͅ , πονηρός oppressed by toils fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρότερα — πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτέρας — πονηροτέρᾱς , πονηρός oppressed by toils fem acc comp pl πονηροτέρᾱς , πονηρός oppressed by toils fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτέραν — πονηροτέρᾱν , πονηρός oppressed by toils fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… … Dictionary of Greek